- καλλωπιστής
- οθηλ. καλλωπίστρια αυτός που καλλωπίζει πολύ τον εαυτό του: Αυτόν μπορεί να τον πεις καλλωπιστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλλωπιστής — one who adorns himself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστής — ο, θηλ. καλλωπίστρια (Α καλλωπιστής, θηλ. καλλωπίστρια) [καλλωπίζω] αυτός που καλλωπίζει κάποιον ή κάτι αρχ. αυτός που καλλωπίζεται υπερβολικά και επιτηδευμένα … Dictionary of Greek
καλλωπισταί — καλλωπιστής one who adorns himself masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστοῦ — καλλωπιστής one who adorns himself masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστῇ — καλλωπιστής one who adorns himself masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστέα — καλλωπιστής one who adorns himself masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστήν — καλλωπιστής one who adorns himself masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστῶν — καλλωπιστής one who adorns himself masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπιστάς — καλλωπιστά̱ς , καλλωπιστής one who adorns himself masc acc pl καλλωπιστά̱ς , καλλωπιστής one who adorns himself masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπίστρια — ἡ (Α καλλωπίστρια) βλ. καλλωπιστής … Dictionary of Greek